Τα πρόσωπα αποκτούν αρχικά ορισμένο φύλο –ανδρικό ή γυναικείο– το οποίο καταγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησής τους και σε άλλα δημόσια έγγραφα που τα αφορούν. Ωστόσο, ενδέχεται να χρειάζεται κανείς να αλλάξει την κατάσταση αυτή στη συνέχεια και να αναγνωρισθεί ότι ανήκει στο αντίθετο φύλο, που εκφράζει την ταυτότητα φύλου του. Στην Εισαγωγή στις Αρχές της Yogyakarta – Aρχές για την εφαρµογή του διεθνούς δικαίου των δικαιωµάτων του ανθρώπου σε σχέση µε τον σεξουαλικό προσανατολισµό και την ταυτότητα φύλου (2006), ορίζεται ότι:
«Η ταυτότητα φύλου αναφέρεται στον ατοµικό και εσωτερικό τρόπο που βιώνεται το φύλο από κάθε άτοµο και που µπορεί να συµπίπτει ή όχι µε το αποδοθέν κατά τη γέννηση του φύλο, συµπεριλαµβανοµένου του πώς βιώνει προσωπικά το σώµα (που θα µπορούσε να συνεπάγεται τροποποίηση της εµφάνισης ή της λειτουργίας µέσω ιατρικών, χειρουργικών ή άλλου τύπου µέσων, πάντα µε την προϋπόθεση της ελεύθερης επιλογής) και άλλες εκφράσεις φύλου, που περιλαµβάνουν την ένδυση, τον τρόπο οµιλίας και τη συµπεριφορά.»
Στην πορεία του χρόνου, ειδικά κατά την τελευταία δεκαπενταετία, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θέσπισαν ειδικές ρυθμίσεις για τη νομική μεταβολή του φύλου –στην Ελλάδα, π.χ., ειδική ρύθμιση υπάρχει από το 2017 (νόμος 4491/2017 «Νομική Αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου» – ΦΕΚ Α΄ 152/13.10.2017). Στην Κύπρο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως προετοίμασε το 2018 σχετικό νομοσχέδιο με τίτλο «Ο περί της Νομικής Αναγνώρισης της Ταυτότητας Φύλου Νόμος του 2018» και το ανήρτησε προς δημόσια διαβούλευση από τις 8.08.2018 έως τις 17.09.2018. Έναν ολόκληρο χρόνο μετά, όμως, η πρωτοβουλία αυτή δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί καθώς το νομοσχέδιο δεν έχει ψηφισθεί από τη Βουλή.
Το νομοσχέδιο προβλέπει τις προϋποθέσεις –ουσιαστικές και διαδικαστικές– καθώς και τις συνέπειες της νομικής μεταβολής φύλου, θέτει δε πλήθος ζητημάτων που προσφέρονται σε συγκριτική παρατήρηση και επίσης έχουν μεγάλη σπουδαιότητα από τη σκοπιά των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μια απλή παρουσίαση, πόσο μάλλον η ενδελεχής εξέταση, όλων αυτών δεν μπορεί ασφαλώς να επιχειρηθεί από τη θέση αυτή. Αξίζει όμως να υπογραμμισθεί ένα κομβικό σημείο, που έχει κάνει με την απόδειξη της ταυτότητας φύλου. Τέτοια απόδειξη το νομοσχέδιο δεν απαιτεί, ούτε με τη μορφή προηγούμενης υποβολής σε «χειρουργική[…] διαδικασία[…] για ολικό ή μερικό επαναπροσδιορισμό γεννητικών οργάνων», ούτε με τη μορφή προηγούμενης υποβολής σε «ορμονικές θεραπείες ή οποιαδήποτε άλλη ψυχιατρική, ψυχολογική ή ιατρική θεραπεία» [άρθρο 3 (2) ΣχΝ· πρβλ. και άρθρο 3 § 4 Ν. 4491/2017], πράγμα που σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος –με μόνη την αίτησή του– μπορεί να επιτυγχάνει «τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα» [άρθρο 4 (1) ΣχΝ· βλ. αυτολεξεί άρθρο 3 § 1 Ν. 4491/2017]. Με αυτόν τον τρόπο, διασκευάζοντας δηλαδή το δικαίωμα αναγνώρισης του επιθυμητού φύλου σε καθαρό δικαίωμα αυτοκαθορισμού του αιτούντος, το ΣχΝ, παράλληλα με τον Ν. 4491/2017, υιοθετούν αναμφίβολα ριζοσπαστική στάση, θέτοντας το όριο προστασίας πέρα και από το σημείο εκείνο όπου, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, το έχει χαράξει το ίδιο ΕΔΔΑ, το οποίο έκρινε πρόσφατα στην υπόθεση A.P., Garçon et Nicot εναντίον Γαλλίας (6.04.2017) ότι το δικαίωμα του άρθρου 8 ΕΣΔΑ δεν παραβιάζεται όταν το δικαίωμα αναγνώρισης φύλου εξαρτάται από την ιατρική διάγνωση ότι το πρόσωπο πάσχει από «δυσφορία φύλου» (gender dysphoria) ή «διαταραχή ταυτότητας φύλου» (gender identity disorder).
Απομένει να φανεί ποια θα είναι η τύχη του ΣχΝ, ενόψει και της σφοδρής αντίδρασης που εξέφρασε από την αρχή σε αυτό με απόφασή της τής 11.09.2018 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου απευθύνοντας δραματική «ἔκκληση στοὺς Βουλευτές μας νὰ μὴν ἐκθεμελιώσουν ὅ,τι ὑγιὲς ἀπέμεινε σ’ αὐτὸ τὸν τόπο».